ευμάρεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευμάρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμάρεια < εὐμαρής < εὖ + μάρη (χέρι) -παραβάλετε το εὐχέρεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /evˈma.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐μά‐ρει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευμάρεια θηλυκό
- (λόγιο) ο πλούτος, η άνετη ζωή, η καλοπέραση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ευμάρεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευμάρεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)