δυσπραγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσπραγία < ελληνιστική δυσπραγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσπραγία θηλυκό
- έλλειψη χρηματικών πόρων, οικονομικής άνεσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσπραγία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδυσπραγία θηλυκό