ευζωία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευζωία | οι | ευζωίες |
γενική | της | ευζωίας | των | ευζωιών |
αιτιατική | την | ευζωία | τις | ευζωίες |
κλητική | ευζωία | ευζωίες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευζωία < αρχαία ελληνική εὐζωΐα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευζωία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η ζωή με απολαύσεις και ανέσεις, η καλοπέραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευζωία