Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευζωία οι ευζωίες
      γενική της ευζωίας των ευζωιών
    αιτιατική την ευζωία τις ευζωίες
     κλητική ευζωία ευζωίες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευζωία < αρχαία ελληνική εὐζωΐα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ev.zoˈi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευζωία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία