καλοπέραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοπέραση < (καλοπερνάω) καλοπερα- + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.loˈpe.ɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐πέ‐ρα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοπέραση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καλοπερνώ