καλοπερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.peɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐περ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακαλοπερνάω/καλοπερνώ, στ.μέλλ.: θα καλοπεράσω, αόρ.: καλοπέρασα (χωρίς παθητική φωνή)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοπερνάω - καλοπερνώ | καλοπερνούσα | θα καλοπερνάω - καλοπερνώ | να καλοπερνάω - καλοπερνώ | καλοπερνώντας | |
β' ενικ. | καλοπερνάς | καλοπερνούσες | θα καλοπερνάς | να καλοπερνάς | καλοπέρνα - καλοπέρναγε | |
γ' ενικ. | καλοπερνάει - καλοπερνά | καλοπερνούσε | θα καλοπερνάει - καλοπερνά | να καλοπερνάει - καλοπερνά | ||
α' πληθ. | καλοπερνάμε - καλοπερνούμε | καλοπερνούσαμε | θα καλοπερνάμε - καλοπερνούμε | να καλοπερνάμε - καλοπερνούμε | ||
β' πληθ. | καλοπερνάτε | καλοπερνούσατε | θα καλοπερνάτε | να καλοπερνάτε | καλοπερνάτε | |
γ' πληθ. | καλοπερνάν(ε) - καλοπερνούν(ε) | καλοπερνούσαν(ε) | θα καλοπερνάν(ε) - καλοπερνούν(ε) | να καλοπερνάν(ε) - καλοπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοπέρασα | θα καλοπεράσω | να καλοπεράσω | καλοπεράσει | ||
β' ενικ. | καλοπέρασες | θα καλοπεράσεις | να καλοπεράσεις | καλοπέρνα - καλοπέρασε | ||
γ' ενικ. | καλοπέρασε | θα καλοπεράσει | να καλοπεράσει | |||
α' πληθ. | καλοπεράσαμε | θα καλοπεράσουμε | να καλοπεράσουμε | |||
β' πληθ. | καλοπεράσατε | θα καλοπεράσετε | να καλοπεράσετε | καλοπεράστε | ||
γ' πληθ. | καλοπέρασαν καλοπεράσαν(ε) |
θα καλοπεράσουν(ε) | να καλοπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοπεράσει | είχα καλοπεράσει | θα έχω καλοπεράσει | να έχω καλοπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοπεράσει | είχες καλοπεράσει | θα έχεις καλοπεράσει | να έχεις καλοπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοπεράσει | είχε καλοπεράσει | θα έχει καλοπεράσει | να έχει καλοπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοπεράσει | είχαμε καλοπεράσει | θα έχουμε καλοπεράσει | να έχουμε καλοπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοπεράσει | είχατε καλοπεράσει | θα έχετε καλοπεράσει | να έχετε καλοπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοπεράσει | είχαν καλοπεράσει | θα έχουν καλοπεράσει | να έχουν καλοπεράσει |
|