καλοπερασάκιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καλοπερασάκιας | οι | καλοπερασάκηδες |
γενική | του | καλοπερασάκια | των | καλοπερασάκηδων |
αιτιατική | τον | καλοπερασάκια | τους | καλοπερασάκηδες |
κλητική | καλοπερασάκια | καλοπερασάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλοπερασάκιας < καλοπερνώ (αορ. καλοπέρασα) + -άκιας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοπερασάκιας αρσενικό
- (οικείο) αυτός που τον απασχολεί μόνο το πώς θα περνάει καλά, θα έχει ανέσεις και θα αποφεύγει την κούραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοπερασάκιας