ελευθεροπλοΐα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελευθεροπλοΐα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η ελευθερία πλεύσης σε μια υδάτινη περιοχή: θάλασσα, λίμνη, ποταμό κ.λπ.
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
- Χρήστος Ροζάκης, Ενα αλφαβητάριο του Δικαίου της Θάλασσας, Η Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 2024
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελευθεροπλοΐα
|