Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελευθεροπλοΐα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ελευθεροπλοΐ
α
οι
ελευθεροπλοΐ
ες
γενική
της
ελευθεροπλοΐ
ας
των
ελευθεροπλοϊ
ών
αιτιατική
την
ελευθεροπλοΐ
α
τις
ελευθεροπλοΐ
ες
κλητική
ελευθεροπλοΐ
α
ελευθεροπλοΐ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελευθεροπλοΐα
<
ελεύθερος
+
-ο-
+
-πλοΐα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ελευθεροπλοΐα
θηλυκό
(
ναυτικός όρος
) η
ελευθερία
πλεύσης
σε μια
υδάτινη
περιοχή
:
θάλασσα
,
λίμνη
,
ποταμό
κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελευθεροπλοΐα