ευπορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευπορία | οι | ευπορίες |
γενική | της | ευπορίας | των | ευποριών |
αιτιατική | την | ευπορία | τις | ευπορίες |
κλητική | ευπορία | ευπορίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευπορία < αρχαία ελληνική εὐπορία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.poˈɾi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευπορία θηλυκό
- (λόγιο) ο πλούτος, η μεγάλη οικονομική άνεση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευπορία