• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ευπορία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Αντώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευπορία οι ευπορίες
      γενική της ευπορίας των ευποριών
    αιτιατική την ευπορία τις ευπορίες
     κλητική ευπορία ευπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευπορία < αρχαία ελληνική εὐπορία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.poˈɾi.a/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευπορία θηλυκό

  • (λόγιο) ο πλούτος, η μεγάλη οικονομική άνεση

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • απορία
  • φτώχια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις εύπορος, ευ και πόρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ευπορία
  • αγγλικά : wealthiness (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ευπορία&oldid=6651757"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαρτίου 2024, στις 17:05

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαρτίου 2024, στις 17:05.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας