ευημερία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευημερία < αρχαία ελληνική εὐημερία < εὐήμερος < εὖ + ἡμέρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vi.meˈɾi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευημερία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευημερία