Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευημερία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εὐημερία
,
ευμάρεια
,
εὐμάρεια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ευημερί
α
οι
ευημερί
ες
γενική
της
ευημερί
ας
των
ευημερι
ών
αιτιατική
την
ευημερί
α
τις
ευημερί
ες
κλητική
ευημερί
α
ευημερί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευημερία
<
αρχαία ελληνική
εὐημερία
<
εὐήμερος
<
εὖ
+
ἡμέρα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.vi.meˈɾi.a
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευημερία
θηλυκό
άνετος
τρόπος
ζωής
καλή
ζωή
Συγγενικά
επεξεργασία
ευημερώ
→
δείτε
τις
λέξεις
ευ
και
ημέρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευμάρεια
ευδαιμονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευημερία
αγγλικά
:
prosperity
(en)
γαλλικά
:
prospérité
(fr)