ἑσπέρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑσπέρᾱ | αἱ | ἑσπέραι |
γενική | τῆς | ἑσπέρᾱς | τῶν | ἑσπερῶν |
δοτική | τῇ | ἑσπέρᾳ | ταῖς | ἑσπέραις |
αιτιατική | τὴν | ἑσπέρᾱν | τὰς | ἑσπέρᾱς |
κλητική ὦ! | ἑσπέρᾱ | ἑσπέραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑσπέρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑσπέραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑσπέρα: θηλυκό του ἕσπερος < *ϝέσπερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wek(ʷ)speros < *we- + *kʷsep- (νύχτα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἑσπέρα θηλυκό