• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ἑσπέρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡ ἑσπέρᾱ αἱ ἑσπέραι
      γενική τῆς ἑσπέρᾱς τῶν ἑσπερῶν
      δοτική τῇ ἑσπέρᾳ ταῖς ἑσπέραις
    αιτιατική τὴν ἑσπέρᾱν τὰς ἑσπέρᾱς
     κλητική ὦ! ἑσπέρᾱ ἑσπέραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ   τὼ ἑσπέρᾱ  
γεν-δοτ   τοῖν ἑσπέραιν  
1η κλίση όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἑσπέρα: θηλυκό του ἕσπερος < *ϝέσπερος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wek(ʷ)speros < *we- + *kʷsep- (νύχτα)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ἑσπέρα θηλυκό

  1. εσπέρα
  2. βράδυ
  3. δύση
  4. (μεταφορικά) το τελευταίο μέρος της ζωής
  5. εσπερία, χώρες της Δύσης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ἑσπέρα&oldid=3895269"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαΐου 2017, στις 12:16

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαΐου 2017, στις 12:16.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie