Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενοφθαλμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενοφθαλμισμέν
ος
η
ενοφθαλμισμέν
η
το
ενοφθαλμισμέν
ο
γενική
του
ενοφθαλμισμέν
ου
της
ενοφθαλμισμέν
ης
του
ενοφθαλμισμέν
ου
αιτιατική
τον
ενοφθαλμισμέν
ο
την
ενοφθαλμισμέν
η
το
ενοφθαλμισμέν
ο
κλητική
ενοφθαλμισμέν
ε
ενοφθαλμισμέν
η
ενοφθαλμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενοφθαλμισμέν
οι
οι
ενοφθαλμισμέν
ες
τα
ενοφθαλμισμέν
α
γενική
των
ενοφθαλμισμέν
ων
των
ενοφθαλμισμέν
ων
των
ενοφθαλμισμέν
ων
αιτιατική
τους
ενοφθαλμισμέν
ους
τις
ενοφθαλμισμέν
ες
τα
ενοφθαλμισμέν
α
κλητική
ενοφθαλμισμέν
οι
ενοφθαλμισμέν
ες
ενοφθαλμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ενοφθαλμισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ενοφθαλμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενοφθαλμισμένος