Δείτε επίσης: ἐνοφθαλμίζομαι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ενοφθαλμίζομαι, π.αόρ.: ενοφθαλμίστηκα, μτχ.π.π.: ενοφθαλμισμένος