Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντρώνω < αρχαία ελληνική κεντρόω / κεντρῶ < κέντρον

κεντρώνω

  1. (σπάνιο) κεντρίζω, τσιμπώ
  2. (σπάνιο) μπολιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία