Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντρόω < κέντρον

κεντρόω (& συνηρημένο κεντρῶ)

  1. έχω κεντρί, είμαι εξοπλισμένος με κεντρί
  2. χτυπώ/τσιμπώ κάποιον με το κεντρί
  3. (μεταφορικά) παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι