Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεντρόω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεντρόω
<
κέντρον
Ρήμα
επεξεργασία
κεντρόω
(&
συνηρημένο
κεντρῶ
)
έχω
κεντρί
, είμαι εξοπλισμένος με
κεντρί
χτυπώ
/
τσιμπώ
κάποιον με το
κεντρί
(
μεταφορικά
)
παρακινώ
κάποιον να κάνει κάτι