ετερόκλητος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ετερόκλητος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hétéroclite στη νεότερη σημασία της < ελληνιστική κοινή ἑτερόκλιτος (αντιδάνειο) < ἕτερος + κλίνω. Η γαλλική λέξη μεταγράφτηκε με ήτα, με την εσφαλμένη υπόθεση ότι προερχόταν από το καλέω, καλῶ (κλῆσις).[1][2] Η ορθογραφία αυτή παγιώθηκε.
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ετερόκλητος, -η, -ο
- ο αποτελούμενος από ανομοιογενή στοιχεία
- ↪είχαν προσκαλέσει ένα ετερόκλητο μείγμα ανθρώπων, αλλά τελικά, γίναμε μια συντροφιά και περάσαμε πολύ ωραία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- ετερόκλιτος (ετυμολογική ορθογραφία) [3]
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ετερόκλητος
Επεξεργασία
- ↑ «ετερόκλητος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α΄ έκδοση: 1998)