Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερογενής η ετερογενής το ετερογενές
      γενική του ετερογενούς* της ετερογενούς του ετερογενούς
    αιτιατική τον ετερογενή την ετερογενή το ετερογενές
     κλητική ετερογενή(ς) ετερογενής ετερογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερογενείς οι ετερογενείς τα ετερογενή
      γενική των ετερογενών των ετερογενών των ετερογενών
    αιτιατική τους ετερογενείς τις ετερογενείς τα ετερογενή
     κλητική ετερογενείς ετερογενείς ετερογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετερογενής < αρχαία ελληνική ἑτερογενής

  Επίθετο επεξεργασία

ετερογενής

  1. που ανήκει σε άλλο γένος
  2. που αποτελείται από ποικίλα στοιχεία
     συνώνυμα: ανομοιογενής, ανομοιόμορφος, ανόμοιος, ετερόκλιτος, ποικίλος
  3. (γλωσσολογία) που αλλάζει το γραμματικό γένος κατά την κλίση, ιδίως στον πληθυντικό, όπως

ο πλούτος, τα πλούτη, ο δεσμός, τα δεσμά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία