Δείτε επίσης: ἑτερόκλιτος, ετερόκλητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετερόκλιτος η ετερόκλιτη το ετερόκλιτο
      γενική του ετερόκλιτου της ετερόκλιτης του ετερόκλιτου
    αιτιατική τον ετερόκλιτο την ετερόκλιτη το ετερόκλιτο
     κλητική ετερόκλιτε ετερόκλιτη ετερόκλιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετερόκλιτοι οι ετερόκλιτες τα ετερόκλιτα
      γενική των ετερόκλιτων των ετερόκλιτων των ετερόκλιτων
    αιτιατική τους ετερόκλιτους τις ετερόκλιτες τα ετερόκλιτα
     κλητική ετερόκλιτοι ετερόκλιτες ετερόκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετερόκλιτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑτερόκλιτος, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Heteroklit < ἑτερόκλιτος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.teˈɾo.kli.tos/
ομόηχο: ετερόκλητος

  Επίθετο επεξεργασία

ετερόκλιτος, -η, -ο

  1. (γλωσσολογία, γραμματική) που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη κλίση
    Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτη: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ετερόκλιτο
  3. ετερόκλητος (ετυμολογική γραφή)[2][3]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ετερόκλιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Για το ετερόκλιτος-ετερόκλητος, δείτε την Ετυμολογία στο ετερόκλητος