ετερόκλιτο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ετερόκλιτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ετερόκλιτος (εννοείται λέξη όπως: όνομα, ή ουσιαστικό)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.teˈɾo.kli.to/
- ετερόκλητο :
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ετερόκλιτο ουδέτερο
- (γλωσσολογία, γραμματική) που κάποιοι τύποι του κλίνονται σύμφωνα με άλλη κλίση
- Η λέξη πῦρ είναι ετερόκλιτo: ο ενικός κλίνεται κατά την τρίτη κλίση και ο πληθυντικός κατά την δεύτερη
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ετερόκλιτο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ετερόκλιτο
- αρσενικό του ετερόκλιτος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του ετερόκλιτος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού