Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετερογένεση οι ετερογενέσεις
      γενική της ετερογένεσης* των ετερογενέσεων
    αιτιατική την ετερογένεση τις ετερογενέσεις
     κλητική ετερογένεση ετερογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ετερογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετερογένεση < αγγλική heterogenesis < hetero- (<ετερο-) + genesis (<γένεσις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετερογένεση θηλυκό

  1. (βιολογία) η αναπαραγωγή άλλες φορές με παρθενογένεση κι άλλες με γονιμοποίηση
  2. (βιολογία) η διάφορη και μη κανονική ανάπτυξη διαφορετικών τμημάτων ενός οργανισμού
     συνώνυμα:: ετερογονία, δυσαρμονία

  Μεταφράσεις επεξεργασία