ετερογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ετερογένεση | οι | ετερογενέσεις |
γενική | της | ετερογένεσης* | των | ετερογενέσεων |
αιτιατική | την | ετερογένεση | τις | ετερογενέσεις |
κλητική | ετερογένεση | ετερογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ετερογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαετερογένεση θηλυκό
- (βιολογία) η αναπαραγωγή άλλες φορές με παρθενογένεση κι άλλες με γονιμοποίηση
- (βιολογία) η διάφορη και μη κανονική ανάπτυξη διαφορετικών τμημάτων ενός οργανισμού
- ≈ συνώνυμα:: ετερογονία, δυσαρμονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετερογένεση