ετερο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαετερο- < αρχαία ελληνική ἑτερο- < ἕτερος
Πρόθημα
επεξεργασία- πρώτο συνθετικό σύνθετων επιθέτων που δηλώνει ότι το παραγόμενο είναι διαφορετικό από το δεύτερο συνθετικό
- ετεροδημότης
- ≠ αντώνυμα:: ομο-, ομοιο-