Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετερο- < αρχαία ελληνική ἑτερο- < ἕτερος

  Πρόθημα επεξεργασία

ετερο- & ετερό- & ετερ-

  1. πρώτο συνθετικό σύνθετων επιθέτων που δηλώνει ότι το παραγόμενο είναι διαφορετικό από το δεύτερο συνθετικό
    ετεροδημότης
     αντώνυμα:: ομο-, ομοιο-

  Μεταφράσεις επεξεργασία