Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετεροδημότης οι ετεροδημότες
      γενική του ετεροδημότη των ετεροδημοτών
    αιτιατική τον ετεροδημότη τους ετεροδημότες
     κλητική ετεροδημότη ετεροδημότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροδημότης < ετερο- + δημότης. Η λέξη ἑτεροδημότης απαντά ήδη από το 1872[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετεροδημότης αρσενικό (θηλυκό ετεροδημότισσα)

  • αυτός που μένει σε δήμο διαφορετικό από αυτόν στον οποίον ψηφίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 416, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία