ετερογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετερογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heterogony < γερμανική Heterogonie < hetero- (<ετερο-) + -gonie (< αρχαία ελληνική γόνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετερογονία θηλυκό
- (βιολογία) ετερογένεση
- (βιολογία) η διάφορη και μη κανονική ανάπτυξη διαφορετικών τμημάτων ενός οργανισμού
- ≈ συνώνυμα:: αλλομετρία, δυσαρμονία
- (γλωσσολογία) η περίπτωση που μια ελληνογενής ξένη λέξη λαμβάνει διαφορετική -ή ακόμα και αντίθετη- σημασία από την αντίστοιχή της ελληνική
- Πρόκειται για μιαν ακόμα περίπτωση “ετερογονίας” (έτσι το είχε πει ο Θ. Τάσιος), με ελληνογενή αγγλική λέξη που έχει όμως πάρει διαφορετική σημασία από την υποτιθέμενη πανομοιότυπη αντίστοιχη ελληνική. Κι όπως το empathy δεν μεταφράζεται “εμπάθεια” (αλλά περίπου το αντίθετο) και ο sycophant δεν είναι ο συκοφάντης αλλά ο κόλακας (ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα), έτσι και το dramatic στην προκειμένη περίπτωση δεν μεταφράζεται “δραματικός”, αλλά “εντυπωσιακός”. ([1])
Εκφράσεις
επεξεργασία- (φιλοσοφία) η αρχή της ετερογονίας των σκοπών: οι άνθρωποι συχνά καταλήγουν να εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους που συνειδητά αρχικά επιδιώκουν
Σημειώσεις
επεξεργασία- ελληνογενής ξένος όρος, που πλάστηκε το 1886 από τον Γερμανό φιλόσοφο, θεμελιωτή της σύγχρονης ψυχολογίας, Βίλχελμ Βουντ (Wilhelm Wundt, 1832–1920) στο έργο του Ethik. Eine Untersuchung der Tatsachen und Gesetze des sittlichen Lebens (Στουτγκάρδη: 11886, Ferdinand Enke Verlag) «das Prinzip der Heterogonie der Zwecke offenbar in seiner einfaschten Form zur Geltung» [= η αρχή της ετερογονίας των σκοπών στην εμφανώς πιο απλοϊκή μορφή της] (σ. 52, β΄ τόμος της 3ης [δίτομης] έκδ. του 1903)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετερογονία