αλλομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλλομετρία θηλυκό
- (βιολογία) η διάφορη και μη κανονική ανάπτυξη διαφορετικών τμημάτων ενός οργανισμού
- ≈ συνώνυμα:: ετερογονία, δυσαρμονία
Συγγενικά
επεξεργασία- αλλομετρικός
- → δείτε τις λέξεις άλλος και μετρώ