αλλομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλομετρικός < αγγλική allometric < αρχαία ελληνική ἄλλος + μετρικός
Επίθετο
επεξεργασίααλλομετρικός
- (βιολογία) που είναι σχετικός με την αλλομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- αλλομετρία
- → δείτε τις λέξεις άλλος και μετρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλλομετρικός