↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετρικός η μετρική το μετρικό
      γενική του μετρικού της μετρικής του μετρικού
    αιτιατική τον μετρικό τη μετρική το μετρικό
     κλητική μετρικέ μετρική μετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετρικοί οι μετρικές τα μετρικά
      γενική των μετρικών των μετρικών των μετρικών
    αιτιατική τους μετρικούς τις μετρικές τα μετρικά
     κλητική μετρικοί μετρικές μετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετρικός < αρχαία ελληνική μετρικός < μέτρον (1. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική métrique[1] < mètre < αρχαία ελληνική μέτρον)

  Επίθετο

επεξεργασία

μετρικός -ή -ό

  1. που έχει σχέση με το μέτρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
    1. τη βασική μονάδα μέτρησης
    2. (λογοτεχνικό) το μέτρο των ποιημάτων
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μετρική

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία