μετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μετρικός | η | μετρική | το | μετρικό |
γενική | του | μετρικού | της | μετρικής | του | μετρικού |
αιτιατική | τον | μετρικό | τη | μετρική | το | μετρικό |
κλητική | μετρικέ | μετρική | μετρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μετρικοί | οι | μετρικές | τα | μετρικά |
γενική | των | μετρικών | των | μετρικών | των | μετρικών |
αιτιατική | τους | μετρικούς | τις | μετρικές | τα | μετρικά |
κλητική | μετρικοί | μετρικές | μετρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετρικός < αρχαία ελληνική μετρικός < μέτρον (1. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική métrique[1] < mètre < αρχαία ελληνική μέτρον)
Επίθετο
επεξεργασίαμετρικός -ή -ό
- που έχει σχέση με το μέτρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- τη βασική μονάδα μέτρησης
- (λογοτεχνικό) το μέτρο των ποιημάτων
- (ουσιαστικοποιημένο) μετρική
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μετρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας