μετρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαμετρικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετρικό
μετρικά
|
μετρικά