Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μετρική

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετρική οι μετρικές
      γενική της μετρικής των μετρικών
    αιτιατική τη μετρική τις μετρικές
     κλητική μετρική μετρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μετρική < αρχαία ελληνική μετρική, θηλυκό του μετρικός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /me.tɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρι‐κή
ομόηχο: μετρικοί

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μετρική θηλυκό

  1. (ποίηση) το σύνολο των κανόνων που διέπουν την τέχνη της στιχουργίας
  2. (ποίηση) η μελέτη των στιχουργικών κανόνων και της εφαρμογής τους

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

μετρική



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετρική αἱ μετρικαί
      γενική τῆς μετρικῆς τῶν μετρικῶν
      δοτική τῇ μετρικ ταῖς μετρικαῖς
    αιτιατική τὴν μετρικήν τὰς μετρικᾱ́ς
     κλητική ! μετρική μετρικαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετρικᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  μετρικαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μετρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μετρικός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μετρική θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

μετρική

  ΠηγέςΕπεξεργασία