↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στιχουργία οι στιχουργίες
      γενική της στιχουργίας των στιχουργιών
    αιτιατική τη στιχουργία τις στιχουργίες
     κλητική στιχουργία στιχουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιχουργία < μεσαιωνική ελληνική στιχουργία[1] [2] [3] < στιχουργός < αρχαία ελληνική στίχος + ἔργον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιχουργία θηλυκό

  1. η ενασχόληση με τη συγγραφή στίχων
  2. η στιχουργική

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στιχουργία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. στιχουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. στιχουργίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)