στιχουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιχουργία < μεσαιωνική ελληνική στιχουργία < στιχουργός
Ουσιαστικό επεξεργασία
στιχουργία θηλυκό
- η ενασχόληση με τη συγγραφή στίχων
- η στιχουργική
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιχουργία
|