Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈdʒɛkt/
 

inject (en)

  1. κάνω ένεση (σε κάποιον)
  2. εμψεκάζω
  3. εγχέω
  4. εμβάλλω
  5. (πληροφορική) μη μόνιμη παρεμβολή κώδικα σε προϋπάρχοντα κώδικα με σκοπό τη προσωρινή μεταβολή της λειτουργικότητάς του

Συγγενικά

επεξεργασία