ενικός         πληθυντικός  
injection injections
 
εξήγηση για τον μαθηματικό ορισμό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

injection (en)

  1. η ένεση
  2. η έγχυση
  3. (μαθηματικά) η μονοσήμαντη αντιστοιχία
  4. (προγραμματισμός) εισαγωγή από χρήστη κώδικα προγράμματος σε πρόγραμμα που εκτελείται, ώστε να μεταβάλλει την ροή της εκτέλεσής του
    υπώνυμα: injection attack

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.ʒɛk.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
injection injections

injection (fr) θηλυκό

injection intramusculaire / intraveineuse / sous-cutanée

Συγγενικά

επεξεργασία