Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμψεκάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμψεκάζω
<
εμ-
+
ψεκάζω
Ρήμα
επεξεργασία
εμψεκάζω
ψεκάζω
κάτι σε μια
εσοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμψεκάζω
αγγλικά
:
inject
(en)
γαλλικά
:
injecter
(fr)