Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμψεκάζω < εμ- + ψεκάζω

  Ρήμα επεξεργασία

εμψεκάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία