Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεσάλτο τα ρεσάλτα
      γενική του ρεσάλτου των ρεσάλτων
    αιτιατική το ρεσάλτο τα ρεσάλτα
     κλητική ρεσάλτο ρεσάλτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεσάλτο < ιταλική risalto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεσάλτο ουδέτερο

  1. πειρατεία
    Η οργάνωση έκανε ρεσάλτο στο πλοίο που μετέφερε μεταλλαγμένο φορτίο.
  2. απεγνωσμένη προσπάθεια
    Έκανε καταγγελία για ρεσάλτο των δημοσιογράφων στο ξενοδοχείο όπου διέμενε.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία