Δείτε επίσης: εμβολίζομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.vo.liˈa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βο‐λι‐ά‐ζο‐μαι

εμβολιάζομαι, π.αόρ.: εμβολιάστηκα, μτχ.π.π.: εμβολιασμένος, (ενεργ.: εμβολιάζω)