Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυδύναμο εμβόλιο < → δείτε τις λέξεις πολυδύναμος και εμβόλιο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πολυδύναμο εμβόλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία