πολυδύναμο εμβόλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυδύναμο εμβόλιο < → δείτε τις λέξεις πολυδύναμος και εμβόλιο
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πολυδύναμο εμβόλιο ουδέτερο
- (ιατρική) συνώνυμο του πολλαπλό εμβόλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυδύναμο εμβόλιο
|