πολλαπλό εμβόλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπολλαπλό εμβόλιο ουδέτερο
- (ιατρική) το εμβόλιο που χορηγείται κατά περισσοτέρων της μιας λοιμωδών νόσων ταυτόχρονα.
- ⮡ το πολλαπλό εμβόλιο διακρίνεται ανάλογα σε διπλό, τριπλό και τετραπλό εμβόλιο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολλαπλό εμβόλιο
|