Ετυμολογία

επεξεργασία
πολλαπλό εμβόλιο < → δείτε τις λέξεις πολλαπλός και εμβόλιο

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

πολλαπλό εμβόλιο ουδέτερο

  • (ιατρική) το εμβόλιο που χορηγείται κατά περισσοτέρων της μιας λοιμωδών νόσων ταυτόχρονα.
    ⮡  το πολλαπλό εμβόλιο διακρίνεται ανάλογα σε διπλό, τριπλό και τετραπλό εμβόλιο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία