πολυδύναμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυδύναμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολυδύναμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη δύναμη
- που διαθέτει μεγάλες δυνατότητες
- πολυδύναμο ιατρείο
- (ιατρική), (ανοσολογία) για εμβόλιο το οποίο προστατεύει από πολλές ασθένειες ταυτόχρονα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυδύναμος
|