τέτανος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τέτανος | οι | τέτανοι |
γενική | του | τετάνου & τέτανου |
των | τετάνων |
αιτιατική | τον | τέτανο | τους | τετάνους & τέτανους |
κλητική | τέτανε | τέτανοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέτανος < μεσαιωνική ελληνική τέτανος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τέτανος αρσενικό
- (ιατρική) λοιμώδες νόσημα χωρίς εξάνθημα.