Ετυμολογία

επεξεργασία
ευλόγως < επίθετο εύλογος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ευλόγως

  1. (λόγιο) εύλογα
    τα ευλόγως εννοούμενα παραλείπονται

  Μεταφράσεις

επεξεργασία