Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευλογητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ευλογητός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευλογητικ
ός
η
ευλογητικ
ή
το
ευλογητικ
ό
γενική
του
ευλογητικ
ού
της
ευλογητικ
ής
του
ευλογητικ
ού
αιτιατική
τον
ευλογητικ
ό
την
ευλογητικ
ή
το
ευλογητικ
ό
κλητική
ευλογητικ
έ
ευλογητικ
ή
ευλογητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευλογητικ
οί
οι
ευλογητικ
ές
τα
ευλογητικ
ά
γενική
των
ευλογητικ
ών
των
ευλογητικ
ών
των
ευλογητικ
ών
αιτιατική
τους
ευλογητικ
ούς
τις
ευλογητικ
ές
τα
ευλογητικ
ά
κλητική
ευλογητικ
οί
ευλογητικ
ές
ευλογητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευλογητικός
<
μεσαιωνική ελληνική
ευλογητικός
<
αρχαία ελληνική
εὐλογέω
Επίθετο
επεξεργασία
ευλογητικός
που έχει
σχέση
με την
ευλογία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ευλογώ
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευλογητικός