ευλόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευλόγηση | οι | ευλογήσεις |
γενική | της | ευλόγησης* | των | ευλογήσεων |
αιτιατική | την | ευλόγηση | τις | ευλογήσεις |
κλητική | ευλόγηση | ευλογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ευλογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευλόγηση < ελληνιστική κοινή εὐλόγησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευλόγηση θηλυκό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ευλογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευλόγηση
|