ευλογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ευλογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευλογώ
- θα ευλογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευλογώ