βλογάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βλογάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βλογῶ + νεότερο επίθημα -άω < ελληνιστική κοινή εὐλογῶ
Ρήμα
επεξεργασία
βλογάω, αόρ.: βλόγησα, παθ.φωνή: βλογιέμαι, π.αόρ.: βλογήθηκα, μτχ.π.π.: βλογημένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βλογάω - βλογώ | βλογούσα - βλόγαγα | θα βλογάω - βλογώ | να βλογάω - βλογώ | βλογώντας | |
β' ενικ. | βλογάς | βλογούσες - βλόγαγες | θα βλογάς | να βλογάς | βλόγα - βλόγαγε | |
γ' ενικ. | βλογάει - βλογά | βλογούσε - βλόγαγε | θα βλογάει - βλογά | να βλογάει - βλογά | ||
α' πληθ. | βλογάμε - βλογούμε | βλογούσαμε - βλογάγαμε | θα βλογάμε - βλογούμε | να βλογάμε - βλογούμε | ||
β' πληθ. | βλογάτε | βλογούσατε - βλογάγατε | θα βλογάτε | να βλογάτε | βλογάτε | |
γ' πληθ. | βλογάν(ε) - βλογούν(ε) | βλογούσαν(ε) - βλόγαγαν - βλογάγανε | θα βλογάν(ε) - βλογούν(ε) | να βλογάν(ε) - βλογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βλόγησα | θα βλογήσω | να βλογήσω | βλογήσει | ||
β' ενικ. | βλόγησες | θα βλογήσεις | να βλογήσεις | βλόγα - βλόγησε | ||
γ' ενικ. | βλόγησε | θα βλογήσει | να βλογήσει | |||
α' πληθ. | βλογήσαμε | θα βλογήσουμε | να βλογήσουμε | |||
β' πληθ. | βλογήσατε | θα βλογήσετε | να βλογήσετε | βλογήστε | ||
γ' πληθ. | βλόγησαν βλογήσαν(ε) |
θα βλογήσουν(ε) | να βλογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βλογήσει | είχα βλογήσει | θα έχω βλογήσει | να έχω βλογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βλογήσει | είχες βλογήσει | θα έχεις βλογήσει | να έχεις βλογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βλογήσει | είχε βλογήσει | θα έχει βλογήσει | να έχει βλογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βλογήσει | είχαμε βλογήσει | θα έχουμε βλογήσει | να έχουμε βλογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βλογήσει | είχατε βλογήσει | θα έχετε βλογήσει | να έχετε βλογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βλογήσει | είχαν βλογήσει | θα έχουν βλογήσει | να έχουν βλογήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βλογιέμαι | βλογιόμουν(α) | θα βλογιέμαι | να βλογιέμαι | ||
β' ενικ. | βλογιέσαι | βλογιόσουν(α) | θα βλογιέσαι | να βλογιέσαι | ||
γ' ενικ. | βλογιέται | βλογιόταν(ε) | θα βλογιέται | να βλογιέται | ||
α' πληθ. | βλογιόμαστε | βλογιόμαστε βλογιόμασταν |
θα βλογιόμαστε | να βλογιόμαστε | ||
β' πληθ. | βλογιέστε | βλογιόσαστε βλογιόσασταν |
θα βλογιέστε | να βλογιέστε | βλογιέστε | |
γ' πληθ. | βλογιούνται | βλογιόνταν(ε) βλογιούνταν βλογιόντουσαν |
θα βλογιούνται | να βλογιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βλογήθηκα | θα βλογηθώ | να βλογηθώ | βλογηθεί | ||
β' ενικ. | βλογήθηκες | θα βλογηθείς | να βλογηθείς | βλογήσου | ||
γ' ενικ. | βλογήθηκε | θα βλογηθεί | να βλογηθεί | |||
α' πληθ. | βλογηθήκαμε | θα βλογηθούμε | να βλογηθούμε | |||
β' πληθ. | βλογηθήκατε | θα βλογηθείτε | να βλογηθείτε | βλογηθείτε | ||
γ' πληθ. | βλογήθηκαν βλογηθήκαν(ε) |
θα βλογηθούν(ε) | να βλογηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βλογηθεί | είχα βλογηθεί | θα έχω βλογηθεί | να έχω βλογηθεί | βλογημένος | |
β' ενικ. | έχεις βλογηθεί | είχες βλογηθεί | θα έχεις βλογηθεί | να έχεις βλογηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βλογηθεί | είχε βλογηθεί | θα έχει βλογηθεί | να έχει βλογηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βλογηθεί | είχαμε βλογηθεί | θα έχουμε βλογηθεί | να έχουμε βλογηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βλογηθεί | είχατε βλογηθεί | θα έχετε βλογηθεί | να έχετε βλογηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βλογηθεί | είχαν βλογηθεί | θα έχουν βλογηθεί | να έχουν βλογηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βλογημένος - είμαστε, είστε, είναι βλογημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βλογημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βλογημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βλογημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βλογημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βλογημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βλογημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλογάω
→ δείτε τη λέξη ευλογώ |