Ετυμολογία

επεξεργασία

βλογάω, αόρ.: βλόγησα, παθ.φωνή: βλογιέμαι, π.αόρ.: βλογήθηκα, μτχ.π.π.: βλογημένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία