επικαλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικαλούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικαλοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἐπικαλέομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + καλούμαι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.kaˈlu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κα‐λού‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαεπικαλούμαι, π.αόρ.: επικαλέστηκα/επικλήθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (+ αιτιατική) αναφέρω κάτι με κάποιον σκοπό (βοήθεια)
- (μεταφορικά) χρησιμοποιώ ως επιχείρημα
- ※ Καὶ ὅτι γῆρας δι’ ὑμᾶς, ᾀειθαλεῖς μου ἀναγνώστριαι, δὲν ὑφίσταται, ἐπικαλοῦμαι μάρτυρας ἀξιοπίστους πάσας τῆς ὑφηλίου τὰς… γυναῖκας! (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- (σπάνιο) επονομάζομαι
- ⮡ ιδίως στη μετοχή επικαλούμενος
Κλίση
επεξεργασία- Και λόγιος αόριστος επικλήθηκα[1]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικαλούμαι | επικαλούμουν | θα επικαλούμαι | να επικαλούμαι | επικαλούμενος | |
β' ενικ. | επικαλείσαι | επικαλούσουν | θα επικαλείσαι | να επικαλείσαι | ||
γ' ενικ. | επικαλείται | επικαλούνταν | θα επικαλείται | να επικαλείται | ||
α' πληθ. | επικαλούμαστε | επικαλούμασταν επικαλούμαστε |
θα επικαλούμαστε | να επικαλούμαστε | ||
β' πληθ. | επικαλείστε | επικαλούσασταν επικαλούσαστε |
θα επικαλείστε | να επικαλείστε | επικαλείστε | |
γ' πληθ. | επικαλούνται | επικαλούνταν | θα επικαλούνται | να επικαλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικαλέστηκα | θα επικαλεστώ | να επικαλεστώ | επικαλεστεί | ||
β' ενικ. | επικαλέστηκες | θα επικαλεστείς | να επικαλεστείς | |||
γ' ενικ. | επικαλέστηκε | θα επικαλεστεί | να επικαλεστεί | |||
α' πληθ. | επικαλεστήκαμε | θα επικαλεστούμε | να επικαλεστούμε | |||
β' πληθ. | επικαλεστήκατε | θα επικαλεστείτε | να επικαλεστείτε | επικαλεστείτε | ||
γ' πληθ. | επικαλέστηκαν επικαλεστήκαν(ε) |
θα επικαλεστούν(ε) | να επικαλεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επικαλεστεί | είχα επικαλεστεί | θα έχω επικαλεστεί | να έχω επικαλεστεί | ||
β' ενικ. | έχεις επικαλεστεί | είχες επικαλεστεί | θα έχεις επικαλεστεί | να έχεις επικαλεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επικαλεστεί | είχε επικαλεστεί | θα έχει επικαλεστεί | να έχει επικαλεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επικαλεστεί | είχαμε επικαλεστεί | θα έχουμε επικαλεστεί | να έχουμε επικαλεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επικαλεστεί | είχατε επικαλεστεί | θα έχετε επικαλεστεί | να έχετε επικαλεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επικαλεστεί | είχαν επικαλεστεί | θα έχουν επικαλεστεί | να έχουν επικαλεστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικαλούμαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- επικαλούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επικαλούμαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)