Δείτε επίσης: ἐπικαλοῦμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επικαλούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικαλοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἐπικαλέομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + καλούμαι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.kaˈlu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κα‐λού‐μαι

επικαλούμαι, π.αόρ.: επικαλέστηκα/επικλήθηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (+ αιτιατική) αναφέρω κάτι με κάποιον σκοπό (βοήθεια)
  2. (μεταφορικά) χρησιμοποιώ ως επιχείρημα
    ※  Καὶ ὅτι γῆρας δι’ ὑμᾶς, ᾀειθαλεῖς μου ἀναγνώστριαι, δὲν ὑφίσταται, ἐπικαλοῦμαι μάρτυρας ἀξιοπίστους πάσας τῆς ὑφηλίου τὰς… γυναῖκας! (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
  3. (σπάνιο) επονομάζομαι
    ⮡  ιδίως στη μετοχή επικαλούμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)