ενεστώτας call on
γ΄ ενικό ενεστώτα calls on
αόριστος called on
παθητική μετοχή called on
ενεργητική μετοχή calling on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
call on < → δείτε τις λέξεις call και on

call on (en)

  • (επίσημο) περνάω, ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  I will call on my lawyer.
    Θα περάσω από το δικηγόρο μου.