call on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | call on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | calls on |
αόριστος | called on |
παθητική μετοχή | called on |
ενεργητική μετοχή | calling on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcall on (en)
- (επίσημο) περνάω, ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι
- ⮡ I will call on my lawyer.
- Θα περάσω από το δικηγόρο μου.
- ⮡ I will call on my lawyer.
Πηγές
επεξεργασία- call on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ