καλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλούμαι, παθητική φωνή του καλώ
Ρήμα
επεξεργασίακαλούμαι → δείτε τη λέξη καλώ
- με καλεί το καθήκον, κάποια υποχρέωση, πρέπει να κάνω κάτι που δεν είναι σαφές αν το επιθυμώ και που τείνει να μην αφορά κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο
- ⮡ Καλούμαι να καταβάλλω 5.000 ευρώ/στο στρατό/να αναταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου
- ονομάζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλώ
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλώ
- Και παρατατικός: εκλήθην, κυρίως στο τρίτο πρόσωπο: εκλήθη, πληθυντικός: εκλήθησαν
- Και παθητικός αόριστος καλέστηκα (απαρέμφατο: καλεστεί, εξαρτημένος τύπος: καλεστώ)
- → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλούμαι | καλούμουν | θα καλούμαι | να καλούμαι | καλούμενος | |
β' ενικ. | καλείσαι | καλούσουν | θα καλείσαι | να καλείσαι | ||
γ' ενικ. | καλείται | καλούνταν | θα καλείται | να καλείται | ||
α' πληθ. | καλούμαστε | καλούμασταν καλούμαστε |
θα καλούμαστε | να καλούμαστε | ||
β' πληθ. | καλείστε | καλούσασταν καλούσαστε |
θα καλείστε | να καλείστε | καλείστε | |
γ' πληθ. | καλούνται | καλούνταν | θα καλούνται | να καλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλήθηκα | θα κληθώ | να κληθώ | κληθεί | ||
β' ενικ. | κλήθηκες | θα κληθείς | να κληθείς | |||
γ' ενικ. | κλήθηκε | θα κληθεί | να κληθεί | |||
α' πληθ. | κληθήκαμε | θα κληθούμε | να κληθούμε | |||
β' πληθ. | κληθήκατε | θα κληθείτε | να κληθείτε | κληθείτε | ||
γ' πληθ. | κλήθηκαν κληθήκαν(ε) |
θα κληθούν(ε) | να κληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κληθεί | είχα κληθεί | θα έχω κληθεί | να έχω κληθεί | ||
β' ενικ. | έχεις κληθεί | είχες κληθεί | θα έχεις κληθεί | να έχεις κληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κληθεί | είχε κληθεί | θα έχει κληθεί | να έχει κληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κληθεί | είχαμε κληθεί | θα έχουμε κληθεί | να έχουμε κληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κληθεί | είχατε κληθεί | θα έχετε κληθεί | να έχετε κληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κληθεί | είχαν κληθεί | θα έχουν κληθεί | να έχουν κληθεί |