ονομάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ονομάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ονομάζω
Ρήμα
επεξεργασίαονομάζομαι
- φέρω τό όνομα (και/ή το επώνυμο)
- "Πώς ονομάζεστε;", ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον μάρτυρα.
- μου απονέμεται ένας τίτλος ή μου αποδίδεται μια ιδιότητα
- ο Κωνσταντίνος ονομάστηκε από την Εκκλησία Μέγας
- παίρνω για πρώτη φορά βαθμό αξιωματικού
- αποφοίτησε από τη σχολή και ονομάστηκε ανθυπολοχαγός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ονομάζομαι
|