appelé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appelé | appelés |
θηλυκό | appelée | appelées |
appelé (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
appelé | appelés |
appelé (fr) αρσενικό
- o φαντάρος, o στρατιώτης, αυτός που κλήθηκε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη appeler