↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκεκλημένος η προσκεκλημένη το προσκεκλημένο
      γενική του προσκεκλημένου της προσκεκλημένης του προσκεκλημένου
    αιτιατική τον προσκεκλημένο την προσκεκλημένη το προσκεκλημένο
     κλητική προσκεκλημένε προσκεκλημένη προσκεκλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκεκλημένοι οι προσκεκλημένες τα προσκεκλημένα
      γενική των προσκεκλημένων των προσκεκλημένων των προσκεκλημένων
    αιτιατική τους προσκεκλημένους τις προσκεκλημένες τα προσκεκλημένα
     κλητική προσκεκλημένοι προσκεκλημένες προσκεκλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσκεκλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσκαλώ

προσκεκλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία