βλογιοκομμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
βλογιοκομμένος
- άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο που παρέμειναν μετά την αποθεραπεία από ευλογιά
- (κατ’ επέκταση) άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο, σημαδεμένος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλογιοκομμένος
|