hell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαhell (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhell (en)
- (θρησκεία, συνήθως Hell, μόνο ενικός, χωρίς a ή the) η κόλαση
- ⮡ the fires of Hell - οι φωτιές της Κολάσεως
- (μη μετρήσιμο) ο διάολος, μια βρισιά που χρησιμοποιείται όταν ενοχλείται ή εκπλήσσεται ή για να τονίσει κάτι· η χρήση του είναι προσβλητική για μερικούς ανθρώπους
- ⮡ Go to hell!
- Άι στο διάβολο!/Άι στο διάλο!
- ⮡ What the hell do you want to say?
- Τι διάολο θέλεις να πεις;
- ⮡ Where in hell/the hell did he put it?
- Πού στο διάολο το 'βαλε;
- ⮡ Who in the hell do you think you are?
- Ποιος διάολος νομίζεις ότι είσαι;
- ⮡ Go to hell!